- χοιρέλαφος
- ὁ, Αζώο τής Ινδίας που έμοιαζε με χοίρο και με ελάφι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + ἔλαφος (πρβλ. ἱππ-έλαφος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ελαφίνες — Υποοικογένεια ελαφιών της οικογένειας των ελαφιδών. Σε αυτήν ανήκουν τα ελάφια που ζουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για σχετικά μεγάλα ζώα με εξαίρεση ορισμένα είδη της Νότιας Αμερικής, το ύψος των οποίων δεν ξεπερνά συνήθως τα 30 εκ. Όλα… … Dictionary of Greek
χαυλιόδοντες — Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω… … Dictionary of Greek